- ιχθυόεις
- -εσσα, -εν (Α ἰχθυόεις, -εσσα, -εν)γεμάτος ψάρια, αυτός στον οποίο υπάρχουν άφθονα ψάριααρχ.1. όμοιος με ψάρι2. αυτός που αποτελείται από ψάρια («ἰχθυόεσσα θήρη», Οππ.)3. φρ. α) «ἰχθυόεντα κέλευθα» — η θάλασσα (Ομ. Οδ.). β) «ἰχθυόεις μυχός» — ο Βόσπορος (Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)-* + επίθημα -όεις (πρβλ. βοτρυ-όεις, δακρυ-όεις)].
Dictionary of Greek. 2013.